- -αράς
- μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε -άρι (πρβλ. παλληκάρι - παλληκαράς, ποδάρι - ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. -άρος και -άς ή -άρα και -άς. Κατ' άλλη άποψη, δυνατόν να προέκυψε απευθείας από μεγεθυντικά σε -άρα (πρβλ. κοιλάρα -κοιλαράς), πράγμα που δικαιολογείται για ονόματα όπως μυταράς, χειλαράς κ.ά. (π.χ. μυταράς «αυτός που έχει μυτάρα, μεγάλη μύτη» κ.ο.κ.). Από αφηρημένα ουσιαστικά ή επίθετα προήλθαν ονόματα σε -αράς, που δηλώνουν πλησμονή του πρωτοτύπου ή επίταση (πρβλ. κλέφτης -κλεφταράς, χορευτής -χορευταράς, ψεύτης -ψευταράς, δουλευτής -δουλευταράς κ.λπ.). Συχνά η κατάλ. -αράς χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που ασχολείται με κάτι (πρβλ. άλογο -αλογαράς), με αποτέλεσμα να προκύψουν επώνυμα από επίδραση επαγγελματικών ονομάτων, (πρβλ. λινάρι -λιναράς και επώνυμο Λιναράς, σαμάρι -σαμαράς και επώνυμο Σαμαράς). Επίσης επώνυμα σε -αράς προήλθαν και από βαπτιστικά ονόματα με μεγεθυντική ή σκωπτική σημασία, οι οποίες όμως χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου (πρβλ. Αναγνωσταράς, Γιανναράς, Θωμαράς, Κωσταράς, Νικηταράς, Παναγιωταράς κ.ά).
Dictionary of Greek. 2013.